подчиняться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

подчиняться - translation to Αγγλικά


подчиняться      

• Momentum transport is governed by different equations.


• These values are not independent, but are subject to the algebraic relation: ...

подчиняться      
v.
obey, be subjected to, be subordinate to
to bend with the wind      
подчиняться обстоятельствам

Ορισμός

подчиняться
несов.
1) а) Быть, находиться в зависимости от кого-л., чего-л., от чьей-л. воли; повиноваться кому-л.
б) Действовать, поступать под воздействием чего-л., в соответствии с чем-л.
2) Страд. к глаг.: подчинять (1*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για подчиняться
1. - Ваххабизмом они называют отказ молодых людей подчиняться традиционным авторитетам, подчиняться клановой коррумпированной бюрократии.
2. Церковная структура должна подчиняться государству.
3. Можно попробовать подчиняться ему беспрекословно.
4. Чистюля, отказывается подчиняться установленным нормам.
5. Александр Любимов, президент "Медиасоюза": "Закону надо подчиняться" Эмоционально - не согласен, но считаю, что закону надо подчиняться.
Μετάφραση του &#39подчиняться&#39 σε Αγγλικά